Parkovat στα ελληνικά
Μετάφραση: parkovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- míjivý στα ελληνικά - Επαναλαμβανόμενες, Επαναλαμβανόμενη, Επανειλημμένες, Η επανειλημμένη, Η επαναλαμβανόμενη
- nevyslovitelný στα ελληνικά - unpronounceable, απρόφερτο, μπορεί να αναπαραχθεί φωνητικά, αναπαραχθεί φωνητικά, να αναπαραχθεί φωνητικά
- okyselit στα ελληνικά - οξύνω, ξινός, οξινίζουμε, οξυνίζομε, οξινίζει, οξυνίζουμε, την οξίνιση
Τυχαίες λέξεις
Parkovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης