Patřičný στα ελληνικά
Μετάφραση: patřičný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθωσπρέπει, εύσχημος, σωστός, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, πρέπων, κατάλληλος, ευπρεπής, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- klání στα ελληνικά - τουρνουά, τουρνέ, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση
- korzár στα ελληνικά - πειρατής, κουρσάρος, Corsair, κουρσάρικα, κουρσάρικου, η Corsair
- masturbace στα ελληνικά - αυνανισμός, αυνανισμό, αυνανισμού, ο αυνανισμός, masturbation
- neohraničený στα ελληνικά - απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Τυχαίες λέξεις
Patřičný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθωσπρέπει, εύσχημος, σωστός, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, πρέπων, κατάλληλος, ευπρεπής, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Μεταφράσεις: καθωσπρέπει, εύσχημος, σωστός, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, πρέπων, κατάλληλος, ευπρεπής, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες