Používání στα ελληνικά

Μετάφραση: používání, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Používání στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciferník στα ελληνικά - πρόσωπο, καντράν, αντικρίζω, αντιμετωπίζω, κύρος, καλέσετε, dial, ...
  • demografický στα ελληνικά - δημογραφικός, δημογραφικές, δημογραφική, δημογραφικών, τις δημογραφικές
  • diagnostika στα ελληνικά - Διάγνωση, διάγνωσης, διαγνωστικά, διαγνωστικών, διαγνωστική
  • málomluvnost στα ελληνικά - επιφυλακτικότητα, ολιγολογία
Τυχαίες λέξεις
Používání στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση