Pracovitý στα ελληνικά
Μετάφραση: pracovitý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, πολύμοχθος, επιμελής, κοπιαστικός, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bleskojistka στα ελληνικά - αλεξικέραυνο, αλεξικέραυνου, αντικεραυνική προστασία, αντικεραυνική προστασία της, Η αντικεραυνική προστασία
- expanze στα ελληνικά - εξάπλωση, διαστολή, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
- kremační στα ελληνικά - αποτέφρωση, καύση των νεκρών, την αποτέφρωση, αποτεφρωση, αποτεφρώσεων
- nepřímý στα ελληνικά - κόμβος, πλάγιος, λοξός, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Pracovitý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, πολύμοχθος, επιμελής, κοπιαστικός, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς
Μεταφράσεις: εργατικός, πολύμοχθος, επιμελής, κοπιαστικός, εργατικοί, σκληρά, εργατική, εργατικούς