Putovat στα ελληνικά

Μετάφραση: putovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Putovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dodržování στα ελληνικά - παρακολούθηση, παρατηρητικότητα, εμμονή, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, ...
  • důchodce στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • marný στα ελληνικά - άκαρπος, ανωφελής, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, εγωκεντρικός, ...
  • narkotikum στα ελληνικά - ντοπάρω, ναρκωτικό, ναρκωτικών, ναρκωτική, ναρκωτικά, ναρκωτικές
Τυχαίες λέξεις
Putovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν