Renovovat στα ελληνικά

Μετάφραση: renovovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαινίζω, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
Renovovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • divokost στα ελληνικά - ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
  • identický στα ελληνικά - ολόιδιος, ταυτόσημες, πανομοιότυπα, όμοια, ταυτόσημη, πανομοιότυπο
  • metalurgický στα ελληνικά - μεταλλουργικός, μεταλλουργική, μεταλλουργικές, μεταλλουργικό, μεταλλουργικών, μεταλλουργικής
  • nezrušitelný στα ελληνικά - αμετάτρεπτος, αμετάκλητος, ακατάρητος, αναφαίρετο, αναφαίρετου, απαράγραπτο, απαραβίαστων
Τυχαίες λέξεις
Renovovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαινίζω, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των