Rozčilující στα ελληνικά

Μετάφραση: rozčilující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλητικός, εξοργίζοντας, εξοργιστική, εξοργιστικής, εξοργιστικό, εκνευριστικό
Rozčilující στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hanba στα ελληνικά - όνειδος, ντροπή, εξευτελίζω, επίπληξη, κρίμα, δυσμένεια, αμφισβητώ, ...
  • nosnost στα ελληνικά - χωρητικότητα, ικανότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, δυναμικότητας
  • obtékat στα ελληνικά - ρέω, ροή, Wraps, αναδιπλώνει, αναδιπλώνεται, περιτυλίξεις, περικαλύμματα
  • oddělit στα ελληνικά - ιδιαίτερος, διαχωρίζω, μοιράζω, διχοτομία, διαζύγιο, μοίρα, κόβω, ...
Τυχαίες λέξεις
Rozčilující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλητικός, εξοργίζοντας, εξοργιστική, εξοργιστικής, εξοργιστικό, εκνευριστικό