Rozšíření στα ελληνικά

Μετάφραση: rozšíření, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επέκταση, έκταση, προέκταση, διαστολή, διεύρυνση, εξάπλωση, ενίσχυση, μεγέθυνση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Rozšíření στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hřad στα ελληνικά - κουρνιάζω, κούρνια, φωλιά, κουρνιάζουν, φωλιάζουν, φωλιών
  • kufr στα ελληνικά - μπότα, μπαούλο, τσάντα, περιστατικό, σεντούκι, βαλίτσα, χαρτοφύλακας, ...
  • křest στα ελληνικά - βάπτισμα, βάφτιση, βαπτίσματος, το βάπτισμα, βάφτισμα
  • návrh στα ελληνικά - γνέφω, πρωτότυπο, προσφορά, σχεδιάζω, κίνηση, πρόβλημα, σχεδιασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Rozšíření στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επέκταση, έκταση, προέκταση, διαστολή, διεύρυνση, εξάπλωση, ενίσχυση, μεγέθυνση, παράταση, επέκτασης, παράτασης