Sůl στα ελληνικά
Μετάφραση: sůl, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drolivý στα ελληνικά - εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, εύθρυπτη, εύθρυπτο, θρυμματισμένη, την εύθρυπτη
- expres στα ελληνικά - εκφράζω, διατυπώνω, εκφράζουν, εκφράσω, εκφράσει, εκφράσουν
- máta στα ελληνικά - νομισματοκοπείο, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείου
- nedůvěřivý στα ελληνικά - άτολμος, απίστευτος, καχύποπτος, διστακτικός, ύποπτος, δύσπιστος, δύσπιστους, ...
Τυχαίες λέξεις
Sůl στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων
Μεταφράσεις: αλάτι, άλας, άλατος, αλατιού, αλάτων