Složka στα ελληνικά
Μετάφραση: složka, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχείο, συστατικός, παράγοντας, μονάδα, εξάρτημα, συντελεστής, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dentální στα ελληνικά - οδοντικός, οδοντιατρικός, οδοντιατρική, οδοντιατρικών, οδοντιατρικές
- estét στα ελληνικά - ωραιολάτρης, εστέτ, αισθητής
- globální στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, σύνολο, στρατηγός, γενικός, ολικός, παγκόσμια, παγκόσμιες, ...
- kafe στα ελληνικά - καφές, καφέ, τον καφέ, του καφέ, για καφέ
Τυχαίες λέξεις
Složka στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχείο, συστατικός, παράγοντας, μονάδα, εξάρτημα, συντελεστής, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου
Μεταφράσεις: στοιχείο, συστατικός, παράγοντας, μονάδα, εξάρτημα, συντελεστής, συστατικό, συνιστώσα, συστατικού, στοιχείου