Směřovat στα ελληνικά

Μετάφραση: směřovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμελούμαι, περιποιούμαι, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο
Směřovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akustický στα ελληνικά - ηχητικός, ακουστικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
  • klesající στα ελληνικά - φθίνουσα, μειώνοντας, μείωση, μειώνεται, τη μείωση
  • loupeživý στα ελληνικά - αρπακτικός, ληστρική, αρπακτικών, εξοντωτική, επιθετικής, ληστρικές
Τυχαίες λέξεις
Směřovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμελούμαι, περιποιούμαι, σημείο, σημείου, στοιχείο, το σημείο