Starý στα ελληνικά

Μετάφραση: starý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαρχαιωμένος, μπαγιάτικος, πεπαλαιωμένος, γέρος, παλαιός, γέρικος, ηλικίας, ηλικιωμένος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Starý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • divák στα ελληνικά - θεατής, τηλεθεατής, θεατή, προβολής, προβολή, πρόγραμμα προβολής
  • koupaliště στα ελληνικά - πισίνα, πισίνας
  • království στα ελληνικά - βασίλειο, σφαίρα, τομέας, βασιλείου, βασιλεία, βασιλείας, βασίλειό
  • mlýn στα ελληνικά - μύλος, αλέθω, εργοστάσιο, μύλο, μύλου, ελαιοτριβείο
Τυχαίες λέξεις
Starý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος, μπαγιάτικος, πεπαλαιωμένος, γέρος, παλαιός, γέρικος, ηλικίας, ηλικιωμένος, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά