Γέρος στα τσεχικά

Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, stará, staré, starou, stařec
Γέρος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας τσεχικά, γέρος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα τσεχικά - starý, gerikos
  • γέρνω στα τσεχικά - klopení, přehnout, neúrodný, zakřivit, nachýlení, libový, sklonit, ...
  • γέφυρα στα τσεχικά - můstek, bridž, most, mostě, bridge, mostem
  • γήινος στα τσεχικά - světský, lidský, pozemský, pozemské, pozemská, pozemského, pozemskou
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: starý, stará, staré, starou, stařec