Ηλικίας στα τσεχικά
Μετάφραση: ηλικίας, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starý, věk, věku, stáří, věková, věkové
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικίας
όρια ηλικίασ, υπολογισμός ηλικίας, ανεξαρτήτου ηλικίασ, διαφορά ηλικίας, ηλικίας λεξικό γλώσσας τσεχικά, ηλικίας στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ηλιακός στα τσεχικά - solární, slunečný, sluneční, Solar, solárních, solárního
- ηλικία στα τσεχικά - věk, stáří, doba, stárnout, epocha, věku, věková, ...
- ηλικιωμένος στα τσεχικά - starý, starší, seniory, starších osob, starší osoby, starších pacientů
- ηλιόλουστος στα τσεχικά - veselý, slunečný, jasný, radostný, slunečno, slunný, sunni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικίας στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: starý, věk, věku, stáří, věková, věkové
Μεταφράσεις: starý, věk, věku, stáří, věková, věkové