Stravovat στα ελληνικά
Μετάφραση: stravovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιτίζω, καταναλώνω, ταΐζω, τροφοδοτώ, επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, δυνατότητες, επιλογές για
Μεταφράσεις
- akce στα ελληνικά - επενέργεια, διενέργεια, διάβημα, δράση, αγωγή, ενέργεια, δράσης, ...
- dvojčata στα ελληνικά - δίδυμα, διδύμων, τα δίδυμα, δίδυμοι, δίδυμες
- kořeněný στα ελληνικά - πικάντικος, πικάντικο, πικάντικα, πικάντικη, πικάντικες, τα πικάντικα
- nesouměřitelný στα ελληνικά - μη δυνάμενος να μετρηθή, ασύγκριτα, ασύμμετρες, ασύμμετρα, ασύμβατων
Τυχαίες λέξεις
Stravovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιτίζω, καταναλώνω, ταΐζω, τροφοδοτώ, επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, δυνατότητες, επιλογές για
Μεταφράσεις: σιτίζω, καταναλώνω, ταΐζω, τροφοδοτώ, επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, δυνατότητες, επιλογές για