Svárlivý στα ελληνικά

Μετάφραση: svárlivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πικρόχολος, ερειστικός, δύστροπος, καβγατζής, φιλόνικος, αμφιλεγόμενος, αντιδικία, αμφιλεγόμενο, αμφισβητούμενες, επίμαχο, επίμαχα
Svárlivý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drze στα ελληνικά - αναίσχυντα, γενναία, θαρραλέα, ασύστολα, αναίδεια, με αναίδεια, insolently, ...
  • halucinační στα ελληνικά - παραισθησιογόνος, ψευδαισθητικές, ψευδαισθησιακά, παραισθησιακό, παραισθησιογόνου
  • kometa στα ελληνικά - κομήτης, κομήτη, κομητών, comet, κομήτη που
  • nedotknutelnost στα ελληνικά - ανοσία, ασυδοσία, αγιότητα, ιερότητα, ιερότητας, αγιότητας, την αγιότητα
Τυχαίες λέξεις
Svárlivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πικρόχολος, ερειστικός, δύστροπος, καβγατζής, φιλόνικος, αμφιλεγόμενος, αντιδικία, αμφιλεγόμενο, αμφισβητούμενες, επίμαχο, επίμαχα