Αμφιλεγόμενος στα τσεχικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sporný, polemický, svárlivý, kontroverzní, sporné, sporná, kontroverzním
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας τσεχικά, αμφιλεγόμενος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα τσεχικά - pochybnost, nejistota, pochyba, pochybovat, pochyb, pochyb o tom, pochybnosti
- αμφιθέατρο στα τσεχικά - amfiteátr, posluchárna, amfiteátru, amphitheatre, amfiteátrem
- αμφιρρέπω στα τσεχικά - zakolísat, zaváhat, vrávorat, kolísat, váhat, rozkročit se, Kultivační, ...
- αμφισβητήσιμος στα τσεχικά - sporný, polemický, problematický, diskutabilní, sporné, sporná
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sporný, polemický, svárlivý, kontroverzní, sporné, sporná, kontroverzním
Μεταφράσεις: sporný, polemický, svárlivý, kontroverzní, sporné, sporná, kontroverzním