Δύστροπος στα τσεχικά

Μετάφραση: δύστροπος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpurný, svárlivý, hádavý, vychytralý, hašteřivý, hašteřivá
Δύστροπος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δύστροπος

δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό γλώσσας τσεχικά, δύστροπος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δύσκολος στα τσεχικά - tvrdý, prohnaný, prudce, nesnadný, záludný, úskočný, urputný, ...
  • δύσπιστος στα τσεχικά - skeptický, pochybovačný, nedůvěřivý, nevěřícně, nedůvěřivě, nevěřícný, uvěřit
  • δύσχρηστος στα τσεχικά - neovladatelný, nepoddajný, neřešitelný, neřešitelné, nezvladatelné, neovladatelná
  • δύτης στα τσεχικά - potápěč, potápěče, potápěči, diver, závodník
Τυχαίες λέξεις
Δύστροπος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vzpurný, svárlivý, hádavý, vychytralý, hašteřivý, hašteřivá