Tát στα ελληνικά
Μετάφραση: tát, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, ξεπαγώνω, φυτίλι, φιτίλι, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις
- kujný στα ελληνικά - ελαστικός, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
- nevýslovný στα ελληνικά - ανέκφραστος, άφατος, άφατη, άφατο, την άφατη
- ochotník στα ελληνικά - ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
- omezování στα ελληνικά - περιορισμός, εξαναγκασμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, περιορισμού, περιορισμούς, ...
Τυχαίες λέξεις
Tát στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, ξεπαγώνω, φυτίλι, φιτίλι, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως
Μεταφράσεις: λιώνω, ξεπαγώνω, φυτίλι, φιτίλι, τήξης, τήξη, τήγματος, τήγμα, τήξεως