Udatnost στα ελληνικά
Μετάφραση: udatnost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jazyk στα ελληνικά - διάλεκτος, γλώσσα, φτεροκοπώ, εγκάθετος, γλώσσας, γλωσσών, τη γλώσσα, ...
- kaktus στα ελληνικά - κάκτος, κάκτων, κάκτο, κάκτου, κάκτους
- nasávat στα ελληνικά - θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, αναρροφώ, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, ...
- neurčitost στα ελληνικά - αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, η αβεβαιότητα, ανασφάλεια, την αβεβαιότητα
Τυχαίες λέξεις
Udatnost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Μεταφράσεις: θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα