Ulehčení στα ελληνικά

Μετάφραση: ulehčení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγλυφος, εκτόνωση, αρωγή, ανακούφιση, τρίποδας ζωγράφου, δουλείας, δουλεία, δουλείες
Ulehčení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmyšlenkovitý στα ελληνικά - απερίσκεπτος, επιπόλαιος, αλόγιστη, απερίσκεπτη, αλόγιστης
  • božství στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
  • chlorofyl στα ελληνικά - χλωροφύλλη, χλωροφύλλης, της χλωροφύλλης, η χλωροφύλλη, τη χλωροφύλλη
  • olíznout στα ελληνικά - συντρίβω, νικώ, γλείφω, γλείψιμο, lick, γλείφουν, δαρμός
Τυχαίες λέξεις
Ulehčení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγλυφος, εκτόνωση, αρωγή, ανακούφιση, τρίποδας ζωγράφου, δουλείας, δουλεία, δουλείες