Upustit στα ελληνικά

Μετάφραση: upustit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παύω, παρατάω, εγκαταλείπω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε
Upustit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmocný στα ελληνικά - ανίκανος, αδύναμος, ανίσχυρος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, ...
  • duchaplnost στα ελληνικά - πνεύμα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα
  • evangelický στα ελληνικά - ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
  • kvitance στα ελληνικά - παραλαβή, απόδειξη, λήψη, Αποδείξεις, Εισπράξεις, Παραλαβές, Τα έσοδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Upustit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παύω, παρατάω, εγκαταλείπω, πτώση, πέσει, drop, ρίξει, αποθέστε