Usuzovat στα ελληνικά

Μετάφραση: usuzovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλήγω, τελειώνω, συνάγω, συμπεραίνω, συμπεραίνομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Usuzovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fňukat στα ελληνικά - κλαψούρισμα, whimper, κλαψουρίζω, κλαυθμυρίζω
  • jednat στα ελληνικά - θεραπεύω, αγορά, κερνώ, συζητώ, κέρασμα, πράξη, συμπεριφέρομαι, ...
  • košilka στα ελληνικά - φανέλα, πουκάμισο, κούνημα, Shimmy, παρακυκλικό, σείομαι, Μετακινήσου
  • krvácení στα ελληνικά - αιμορραγία, αιμορραγίας, η αιμορραγία, την αιμορραγία, αιμορραγίες
Τυχαίες λέξεις
Usuzovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλήγω, τελειώνω, συνάγω, συμπεραίνω, συμπεραίνομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει