Váha στα ελληνικά

Μετάφραση: váha, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισορροπία, κλίμακας, ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγιάζω, λέπι, ισοζύγιο, κλιμάκωση, βάρος, βαρύτητα, ζυγίζω, κλίμακα, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
Váha στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • exkomunikovat στα ελληνικά - αναθεματίζω, αφορίζω, αφορίσει, αφορίσει τους
  • mobilní στα ελληνικά - κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών
  • nehygienický στα ελληνικά - ανθυγιεινές, ανθυγιεινά, ανθυγιεινών, ανθυγιεινό, ανθυγιεινή
  • nerozvážný στα ελληνικά - ακριτόμυθος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος, αλόγιστη, απερίσκεπτη, αλόγιστης
Τυχαίες λέξεις
Váha στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισορροπία, κλίμακας, ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγιάζω, λέπι, ισοζύγιο, κλιμάκωση, βάρος, βαρύτητα, ζυγίζω, κλίμακα, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους