Věc στα ελληνικά

Μετάφραση: věc, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιτείνω, κομμάτι, αιχμή, προξενώ, θέμα, νοιάζομαι, επισημαίνω, δεσμός, παζαρεύω, αντικείμενο, επιχείρηση, ύλη, δείχνω, βαλίτσα, στίγμα, δουλειές, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα
Věc στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezvýraznost στα ελληνικά - κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
  • experimentální στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
  • lahodný στα ελληνικά - νόστιμος, φίνος, καραμέλα, μαλθακός, γλυκός, λεπτός, άνοστος, ...
  • natahování στα ελληνικά - επιμήκυνση, τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
Τυχαίες λέξεις
Věc στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιτείνω, κομμάτι, αιχμή, προξενώ, θέμα, νοιάζομαι, επισημαίνω, δεσμός, παζαρεύω, αντικείμενο, επιχείρηση, ύλη, δείχνω, βαλίτσα, στίγμα, δουλειές, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα