Vodítko στα ελληνικά

Μετάφραση: vodítko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεναγώ, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγώ, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Vodítko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dávkovat στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
  • kousek στα ελληνικά - τσιπ, μπουκιά, σκλήθρα, κομματάκι, χερούλι, θραύσμα, φίμωτρο, ...
  • maz στα ελληνικά - μέγεθος, κόλλα, κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
  • nedůsledný στα ελληνικά - ασυνεπής, ασυμβίβαστη, συνάδει, ασυνεπή, ασυμβίβαστο
Τυχαίες λέξεις
Vodítko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεναγώ, ξεναγός, οδηγός, καθοδηγώ, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν