Zasáhnout στα ελληνικά
Μετάφραση: zasáhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επηρεάζω, πιάνω, χτυπώ, βαρώ, αρπάζω, επεμβαίνω, βασανίζω, παρεμβαίνω, ταλαιπωρώ, σουξέ, απεργία, παριστάνω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apoplektický στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- drilovat στα ελληνικά - τροχός, τριβελίζω, άσκηση, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
- hana στα ελληνικά - επίπληξη, απέχθεια, δείο, ωδείο, δείου, ωδείου
- odsunutí στα ελληνικά - μετατόπιση, εκτόπισμα, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
Τυχαίες λέξεις
Zasáhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επηρεάζω, πιάνω, χτυπώ, βαρώ, αρπάζω, επεμβαίνω, βασανίζω, παρεμβαίνω, ταλαιπωρώ, σουξέ, απεργία, παριστάνω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
Μεταφράσεις: επηρεάζω, πιάνω, χτυπώ, βαρώ, αρπάζω, επεμβαίνω, βασανίζω, παρεμβαίνω, ταλαιπωρώ, σουξέ, απεργία, παριστάνω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε