Παρεμβαίνω στα τσεχικά

Μετάφραση: παρεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obtěžovat, rušit, zasáhnout, překážet, zakročit, vadit, zasahovat, míchat, zprostředkovat, plést, intervenovat, zásahu
Παρεμβαίνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, παρεμβαίνω αόριστος, παρεμβαίνω λεξικο, παρεμβαίνω ετυμολογια, προβαίνω συνώνυμο, παρεμβαίνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, παρεμβαίνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • παρελθόν στα τσεχικά - po, minulý, okolo, za, přes, minulost, uplynulý, ...
  • παρεμβάλλω στα τσεχικά - vložit, prohodit, pronést
  • παρεμβολή στα τσεχικά - porucha, překážka, vměšování, zasahování, rušení, zásah, interference, ...
  • παρεμποδίζω στα τσεχικά - zakázat, tlumit, potlačovat, zapovědět, zábrana, inhibovat, potlačit, ...
Τυχαίες λέξεις
Παρεμβαίνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obtěžovat, rušit, zasáhnout, překážet, zakročit, vadit, zasahovat, míchat, zprostředkovat, plést, intervenovat, zásahu