Επεμβαίνω στα τσεχικά

Μετάφραση: επεμβαίνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plést, zasáhnout, zprostředkovat, vadit, zasahovat, obtěžovat, zakročit, míchat, rušit, překážet, narušovat, interferovat, v rozporu
Επεμβαίνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επεμβαίνω

παρεμβαίνω στα αγγλικα, επεμβαίνω ή παρεμβαίνω, επεμβαίνω αόριστος, επεμβαίνω κλίση, επεμβαίνω λεξικο, επεμβαίνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, επεμβαίνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • επεκτατικός στα τσεχικά - širý, rozpínavý, obsáhlý, expanzivní, rozsáhlý, roztažná, expanzivním
  • επεκτείνω στα τσεχικά - zvětšit, nastavit, protáhnout, rozbalit, rozpínat, rozvinout, prodloužit, ...
  • επενέργεια στα τσεχικά - proces, působnost, čin, působení, působit, akce, efekt, ...
  • επενδύω στα τσεχικά - tah, vložit, obor, řádek, šňůra, nakreslit, oblehnout, ...
Τυχαίες λέξεις
Επεμβαίνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: plést, zasáhnout, zprostředkovat, vadit, zasahovat, obtěžovat, zakročit, míchat, rušit, překážet, narušovat, interferovat, v rozporu