Zplnomocnit στα ελληνικά
Μετάφραση: zplnomocnit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dialektologie στα ελληνικά - Διαλεκτολογία, διαλεκτολογίας, η διαλεκτολογία, και διαλεκτολογία
- evidentně στα ελληνικά - προφανώς, φανερά, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
- hekat στα ελληνικά - μουγκρίζω, λαχανιάζω, τρίξιμο
- ocejchovat στα ελληνικά - βούλα, φώκια, μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, σήματος
Τυχαίες λέξεις
Zplnomocnit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Μεταφράσεις: διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, ένταλμα, επιτρέπω, παραγγέλλω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει