Εξουσιοδοτώ στα τσεχικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přičítat, akreditovat, zmocnit, schválit, zplnomocnit, pověřit, povolit, autorizaci, povolí
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτώ
εξουσιοδοτώ english, εξουσιοδοτώ μετάφραση, εξουσιοδοτώ τον, εξουσιοδοτώ μετάφραση στα αγγλικά, εξουσιοδοτώ να, εξουσιοδοτώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, εξουσιοδοτώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εξουσιάζω στα τσεχικά - autorita, řídit, kontrolovat, spravovat, vláda, ovládání, upravit, ...
- εξουσιοδοτούμαι στα τσεχικά - oblehnout, investovat, odít, obklíčit, vložit, uložit, am, ...
- εξουσιοδότηση στα τσεχικά - zakázka, zmocnit, zplnomocnění, provize, výbor, zplnomocnit, příkaz, ...
- εξοχή στα τσεχικά - krajina, venkov, půda, vlast, kraj, země, venkově, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přičítat, akreditovat, zmocnit, schválit, zplnomocnit, pověřit, povolit, autorizaci, povolí
Μεταφράσεις: přičítat, akreditovat, zmocnit, schválit, zplnomocnit, pověřit, povolit, autorizaci, povolí