Ahdinko στα ελληνικά

Μετάφραση: ahdinko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχλώ, μπελάς, δοκιμασία, όλεθρος, ταλαιπωρία, συμφορά, φασαρία, καταστροφή, χάλι, κατάσταση, δεινά, δυσχερή θέση, δράμα
Ahdinko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ahdasmielisyys στα ελληνικά - διανοητική στενότης, τοπικισμό, τοπικισμός, τοπικιστικό πνεύμα, τοπικισμού
  • ahdin στα ελληνικά - συμπιεστής, στήριγμα, τιράντες, κηδεμόνα, στηρίγματος, με τιράντες
  • ahdistaa στα ελληνικά - ενοχλώ, πανώλης, κυνηγώ, πιέζω, πίεση, ασβός, ανησυχώ, ...
  • ahdistava στα ελληνικά - καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
Τυχαίες λέξεις
Ahdinko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχλώ, μπελάς, δοκιμασία, όλεθρος, ταλαιπωρία, συμφορά, φασαρία, καταστροφή, χάλι, κατάσταση, δεινά, δυσχερή θέση, δράμα