Aika στα ελληνικά
Μετάφραση: aika, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, φορά, καιρός, χρόνος, περίοδος, αρκετά, διάρκεια, διάστημα, εντελώς, συλλαβίζω, εποχή, ξόρκι, ορθογραφώ, ενώ, τσιγκουνεύομαι, μήκος, ώρα, χρόνο, χρόνου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aiheuttaja στα ελληνικά - σκοπός, αρχή, πηγή, προκαλώ, προξενώ, έναρξη, ρίζα, ...
- aihio στα ελληνικά - διατυπώνω, σκιαγράφηση, άγραφος, άγραφτος, λευκός, κενό, κενές, ...
- aikaansaada στα ελληνικά - κατορθώνω, προκαλώ, δουλειά, γεννοβολώ, προξενώ, δημιουργώ, φτιάχνω, ...
- aikaihminen στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
Τυχαίες λέξεις
Aika στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, φορά, καιρός, χρόνος, περίοδος, αρκετά, διάρκεια, διάστημα, εντελώς, συλλαβίζω, εποχή, ξόρκι, ορθογραφώ, ενώ, τσιγκουνεύομαι, μήκος, ώρα, χρόνο, χρόνου
Μεταφράσεις: ηλικία, φορά, καιρός, χρόνος, περίοδος, αρκετά, διάρκεια, διάστημα, εντελώς, συλλαβίζω, εποχή, ξόρκι, ορθογραφώ, ενώ, τσιγκουνεύομαι, μήκος, ώρα, χρόνο, χρόνου