Alainen στα ελληνικά

Μετάφραση: alainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Alainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alaikäinen στα ελληνικά - υπεξούσιος, μικρός, νεανικός, ασήμαντος, ελάσσων, ανώριμος, ανήλικος, ...
  • alaikäisyys στα ελληνικά - μειοψηφία, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, σπάργανα, παιδική ηλικία, τη βρεφική ηλικία
  • alaisuus στα ελληνικά - υπεξουσιότητα, υποταγή, υποταγής, υπαγωγή, εξάρτησης, υπαγωγής
  • alakuloinen στα ελληνικά - ζοφερός, απαισιόδοξος, κατήφεια, μελαγχολικός, χαμηλωμένα, αποθαρρυμένη, πηγάδι αερισμού, ...
Τυχαίες λέξεις
Alainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφιστάμενος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως