Alkio στα ελληνικά

Μετάφραση: alkio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουζούνι, μαμούδι, μέλος, στέλεχος, έμβρυο, μικρόβιο, εμβρύου, εμβρύων, έμβρυα, του εμβρύου
Alkio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkajaiset στα ελληνικά - άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
  • alkeellinen στα ελληνικά - πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωταρχικός, ωμός, πρώτος, ακατέργαστος, αγενής, ...
  • alkoholi στα ελληνικά - αλκοόλ, πίνω, ποτό, οινόπνευμα, αλκοόλη, αλκοόλης, οινοπνεύματος
  • alkoholijuoma στα ελληνικά - αλκοόλ, οινόπνευμα, αλκοολούχο ποτό, αλκοολούχων ποτών, οινοπνευματώδες ποτό, αλκοολούχου ποτού, οινοπνευματώδους ποτού
Τυχαίες λέξεις
Alkio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουζούνι, μαμούδι, μέλος, στέλεχος, έμβρυο, μικρόβιο, εμβρύου, εμβρύων, έμβρυα, του εμβρύου