Aloittaa στα ελληνικά

Μετάφραση: aloittaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, εγκαινιάζω, ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Aloittaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aloitekyky στα ελληνικά - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
  • aloitekykyisyys στα ελληνικά - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
  • aloittelija στα ελληνικά - μυώ, ατζαμής, αρχάριος, ξεκινώ, εγκαινιάζω, Ανεπαρκής, αρχάριο, ...
  • alokas στα ελληνικά - νεοσύλλεκτος, στρατολογώ, πρωτάρης, rookie, πρωτάρη, πρωταρών
Τυχαίες λέξεις
Aloittaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, εγκαινιάζω, ξεκίνημα, αρχή, ξεκινώ, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης