Anto στα ελληνικά

Μετάφραση: anto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλαβή, παράδοση, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος
Anto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antiikkinen στα ελληνικά - πεπαλαιωμένος, αρχαίος, απαρχαιωμένος, Το κλασικό, Η κλασική, Το κλασσικό, Η κλασσική, ...
  • antilooppi στα ελληνικά - αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
  • antoaste στα ελληνικά - παραγωγή, ένα στάδιο, μία βαθμίδα
  • antoisa στα ελληνικά - αδρός, επαρκής, γόνιμος, πλούσιος, παραγωγικός, αποδοτικός, αφειδής, ...
Τυχαίες λέξεις
Anto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλαβή, παράδοση, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος