Hän στα ελληνικά
Μετάφραση: hän, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτή, αυτήν, της, αυτόν, τον, αυτός, που, ο, ότι, ο ίδιος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hämätä στα ελληνικά - ευθύς, ντόμπρος, προσποίηση, μπλόφα, θολώνω, συσκοτίζω, συγχύζω, ...
- hämäys στα ελληνικά - προσποίηση, μπλόφα, ντόμπρος, εκζήτηση, ευθύς, Bluff, του Bluff, ...
- hänen στα ελληνικά - του, αυτού
- hännystellä στα ελληνικά - κόλακας
Τυχαίες λέξεις
Hän στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτή, αυτήν, της, αυτόν, τον, αυτός, που, ο, ότι, ο ίδιος
Μεταφράσεις: αυτή, αυτήν, της, αυτόν, τον, αυτός, που, ο, ότι, ο ίδιος