Heikko στα ελληνικά

Μετάφραση: heikko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενιχρός, αμυδρός, ανίσχυρος, μαλθακός, οριακός, περιθωριακός, καημένος, φτωχός, φίνος, εύθραυστος, λιποθυμώ, αδύναμος, ασθενικός, λεπτός, φιλάσθενος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Heikko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heikentää στα ελληνικά - κλαδεύω, αποδυναμώνομαι, υποσκάπτω, συρρικνώνομαι, καταβάλλω, αποδυναμώνω, κομψός, ...
  • heiketä στα ελληνικά - ξεθωριάζω, κερί, ξεπεσμός, ατονώ, μαρασμός, κλίνω, επιδεινωθεί, ...
  • heikkolahjainen στα ελληνικά - subnormal, υποκανονική, υποφυσιολογική, υπόλειτουργικό, υποκανονικά
  • heikkous στα ελληνικά - ελάττωμα, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Τυχαίες λέξεις
Heikko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενιχρός, αμυδρός, ανίσχυρος, μαλθακός, οριακός, περιθωριακός, καημένος, φτωχός, φίνος, εύθραυστος, λιποθυμώ, αδύναμος, ασθενικός, λεπτός, φιλάσθενος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής