Hengellinen στα ελληνικά

Μετάφραση: hengellinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικός, πνευματικός, όσιος, ιερός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά
Hengellinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hempeä στα ελληνικά - μεμψίμοιρος, μαλακός, συναισθηματικός, τρυφερός, ευαίσθητος, στοργικός, γλυκός, ...
  • hempukka στα ελληνικά - κούκλα, κόμματος, πουλί, ευρύς, φαρδύς
  • hengen στα ελληνικά - επουσιώδης, εγκεφαλικός, υποκειμενικός, πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ...
  • hengenlaatu στα ελληνικά - ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, το πνεύμα, πνεύμα, του πνεύματος, το πνεύ
Τυχαίες λέξεις
Hengellinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρήσκος, θρησκευόμενος, θρησκευτικός, πνευματικός, όσιος, ιερός, πνευματική, πνευματικό, πνευματικές, πνευματικά