Inho στα ελληνικά

Μετάφραση: inho, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιπάθεια, αηδία, φρίκη, σίχαμα, απέχθεια, αποστροφή, σιχαμάρα, απέχθειας, απαίχθεια, την απέχθεια
Inho στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inhimillinen στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, άνθρωπος, ανθρώπινος, επιεικής, ανθρώπινη, ανθρώπινα, ανθρώπινο, ...
  • inhimillisyys στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
  • inhota στα ελληνικά - σιχαίνομαι, αηδιάζω, αποστρέφομαι, απεχθάνονται, απαιχθάνομαι
  • inhottaa στα ελληνικά - εξέγερση, φρίκη, σιχαίνομαι, αηδία, απόκρουση, απώθηση, απώθησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Inho στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιπάθεια, αηδία, φρίκη, σίχαμα, απέχθεια, αποστροφή, σιχαμάρα, απέχθειας, απαίχθεια, την απέχθεια