Jälkeläiset στα ελληνικά
Μετάφραση: jälkeläiset, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόγονος, αίμα, οικογένεια, καταγωγή, ράτσα, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jälkeinen στα ελληνικά - μεταγενέστερος, μετά, μετά την, μετα, μετά τη, μετά το
- jälkeläinen στα ελληνικά - επίγονος, παιδί, νέος, μικρός, τεύχος, απόγονος, θέμα, ...
- jälki στα ελληνικά - αίσθημα, βηματίζω, πίστη, βήμα, μονοπάτι, γνωμάτευση, τυπώνω, ...
- jälki-ilmiö στα ελληνικά - συνέπεια, σημασία, επίπτωση, μετά την επίδραση, υπηρεσιών μετά την επίδραση
Τυχαίες λέξεις
Jälkeläiset στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόγονος, αίμα, οικογένεια, καταγωγή, ράτσα, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
Μεταφράσεις: απόγονος, αίμα, οικογένεια, καταγωγή, ράτσα, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι