Järjetön στα ελληνικά
Μετάφραση: järjetön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωφρενικός, σκανδαλώδης, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Μεταφράσεις
- järjestää στα ελληνικά - συγκεντρώνω, δίνω, έχω, προμηθεύω, στρατάρχης, κανονίζω, φτιάχνω, ...
- järjestö στα ελληνικά - οργάνωση, σχέση, διοργάνωση, οργανισμός, οργάνωσης, οργανώσεως, οργανισμού
- järkeenkäypä στα ελληνικά - νοητός, αληθοφανής, διαισθητικός, εύσχημος, λογικός, εύλογη, εύλογο, ...
- järkeily στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογιστικός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
Τυχαίες λέξεις
Järjetön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωφρενικός, σκανδαλώδης, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα
Μεταφράσεις: εξωφρενικός, σκανδαλώδης, παράλογος, παράλογο, παράλογη, παράλογες, παράλογα