Jako στα ελληνικά
Μετάφραση: jako, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, τμήμα, τομή, κλήρος, καταμερισμός, διασπορά, διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, χωρίζω, διανομή, μερίδιο, διαίρεσης, καταμερισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jakelu στα ελληνικά - κατανομή, τεύχος, διασπορά, διανομή, θέμα, διανομής, κατανομής, ...
- jakkara στα ελληνικά - σκαμπό, σκαμνί, έδρανο, κόπρανα, κοπράνων, των κοπράνων
- jakoi στα ελληνικά - κοινός, μοιρασμένος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, από κοινού, κοινή
- jakoivat στα ελληνικά - κοινός, μοιρασμένος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, από κοινού, κοινή
Τυχαίες λέξεις
Jako στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, τμήμα, τομή, κλήρος, καταμερισμός, διασπορά, διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, χωρίζω, διανομή, μερίδιο, διαίρεσης, καταμερισμό
Μεταφράσεις: κατανομή, τμήμα, τομή, κλήρος, καταμερισμός, διασπορά, διαίρεση, μεραρχία, διχασμός, χωρίζω, διανομή, μερίδιο, διαίρεσης, καταμερισμό