Käsittelemätön στα ελληνικά

Μετάφραση: käsittelemätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, αγενής, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
Käsittelemätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käsitteistö στα ελληνικά - ορολογία, Οι έννοιες, έννοιες, οι έννοιες που, των εννοιών, οι ιδέες
  • käsitteleminen στα ελληνικά - μεταχείριση, Εργασία με, Δουλεύοντας με, Συνεργασία με, που εργάζονται με, Η συνεργασία με
  • käsittely στα ελληνικά - μεταχείριση, διοίκηση, θεραπεία, χειρισμός, επεξεργασία, χρήση, αγωγή, ...
  • käsittelykerta στα ελληνικά - αίτηση, εφαρμογή, στρώση, χρήση, προσήλωση, χρόνος επεξεργασίας, Ο χρόνος επεξεργασίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Käsittelemätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, αγενής, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων