Käytellä στα ελληνικά

Μετάφραση: käytellä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χειρίζομαι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί
Käytellä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käyrä στα ελληνικά - στραβός, καμπυλώνω, κυρτός, καμπύλη, κυρτώνω, καμπύλης, της καμπύλης, ...
  • käyräviivainen στα ελληνικά - καμπυλόγραμμος, καμπυλόγραμμη, καμπυλόγραμμο, καμπυλόγραμμα, καμπυλόγραμμες
  • käytettävä στα ελληνικά - ευπρόσιτος, μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
  • käyttäjä στα ελληνικά - χρήστης, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Τυχαίες λέξεις
Käytellä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, εφαρμόζω, βάζω, χρησιμοποιώ, αιτούμαι, χειρίζομαι, ασκήσει, ασκούν, χειριστεί, ασκεί