Karikko στα ελληνικά

Μετάφραση: karikko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπάδι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά
Karikko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kari στα ελληνικά - ύφαλος, κοπάδι, πετρώματα, βράχους, βράχια, βράχοι, πέτρες
  • karikatyyri στα ελληνικά - σκίτσο, γελοιογραφία, καρικατούρα, γελοιογραφίας, καρικατούρας, παρωδία
  • karikot στα ελληνικά - κοπάδι, Παγίδες, τις παγίδες, παγίδες που, παγίδων, παγίδες για
  • karitsa στα ελληνικά - αρνί, αρνιού, αμνού, αμνών, αρνάκι
Τυχαίες λέξεις
Karikko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπάδι, ύφαλος, σωρός, τα ρηχά, πολύ ρηχά