Keskiö στα ελληνικά

Μετάφραση: keskiö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέση, οφθαλμός, μάτι, καρδιά, μεσαίος, κεντρικό σημείο, πλήμνη, πλήμνης, κόμβο, διανομέα
Keskiö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keskiviikko στα ελληνικά - παντρεύομαι, Τετάρτη, Τετάρτης, της Τετάρτης, την Τετάρτη
  • keskiyö στα ελληνικά - μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα, μεσάνυκτα, τα μεσάνυκτα
  • keskus στα ελληνικά - οφθαλμός, διαφωνία, ενδιάμεσος, λογομαχία, συνάλλαγμα, πυρήνας, μεσαίος, ...
  • keskusta στα ελληνικά - κέντρο, κέντρο της, κέντρου, το κέντρο, κέντρο του
Τυχαίες λέξεις
Keskiö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέση, οφθαλμός, μάτι, καρδιά, μεσαίος, κεντρικό σημείο, πλήμνη, πλήμνης, κόμβο, διανομέα