Kimpale στα ελληνικά

Μετάφραση: kimpale, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βώλος, μεγάλο κομμάτι, hunk, κομμάτι απο, μέγα τεμάχιο
Kimpale στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kimmoisa στα ελληνικά - ανθεκτικός, ελαστικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά
  • kimmota στα ελληνικά - αποστρακίζομαι, αποστρακισμός, ricochet, εξοστρακιστεί, εξοστρακίζονται
  • kimppu στα ελληνικά - τσαμπί, δεσμίδα, δέμα, σύμπλεγμα, τσουβαλιάζω, μπουκέτο, σωριάζω, ...
  • kimurantti στα ελληνικά - περίπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, το πιο λεπτό, το δυσκολότερο
Τυχαίες λέξεις
Kimpale στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βώλος, μεγάλο κομμάτι, hunk, κομμάτι απο, μέγα τεμάχιο