Löysä στα ελληνικά
Μετάφραση: löysä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαστικός, χαλαρός, κουτσαίνω, αργοκίνητος, λυτός, μαλακός, λάσκος, μπόσικος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- löyly στα ελληνικά - αχνίζω, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
- löystyminen στα ελληνικά - εκτόνωση, ξεκούραση, χαλάρωση, χαλάρωσης, χαλάρωση της, τη χαλάρωση, χαλάρωμα
- löysätä στα ελληνικά - χαλαρώνω, άνεση, καταπραΰνω, μολάρω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, ...
- löytyä στα ελληνικά - εμφανίζομαι, συμβαίνω, φαίνομαι, διαφαίνομαι, να βρεθεί, να βρεθούν, να βρείτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Löysä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαστικός, χαλαρός, κουτσαίνω, αργοκίνητος, λυτός, μαλακός, λάσκος, μπόσικος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή
Μεταφράσεις: ελαστικός, χαλαρός, κουτσαίνω, αργοκίνητος, λυτός, μαλακός, λάσκος, μπόσικος, χύμα, χαλαρά, χαλαρό, χαλαρή